Ένα κείμενο που αναφέρεται σε έναν ηρωικό θάνατο σε μία αντιηρωική εποχή, θα μπορούσαμε να το συνοδεύσουμε με κάποιο απόφθεγμα, ποίημα ή απόσπασμα από τα γραπτά μεγάλων ανδρών ή γυναικών, περασμένων εποχών. Με αυτόν τον τρόπο, το κείμενο θα “εξέπεμπε” την απαιτούμενη αίγλη ή θα κέντριζε περισσότερο το ενδιαφέρον στη σύντομη ανάγνωσή του. Αντί μεγάλων λόγων ή γραπτών του παρελθόντος, θα επιθυμούσαμε τον Οκτώβριο του 2024, να δημοσιεύσουμε μέρος των απλών δικών μας σκέψεων για μία τόσο αλλόκοτη θυσία: αυτή του Κωνσταντίνου Κατσίφα.
Ένας νέος άνδρας, στα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, με μία πλημμυρίδα καταναλωτικών ερεθισμάτων γύρω του, παραμένει πιστός σε μία ιδέα. Μία ιδέα την οποία εύκολα οι γύρω του ονόμαζαν, αλλά δύσκολα θα μπορούσαν να βιώσουν. Αυτή της Πατρίδας. Πόσο παράλογο φαντάζει στα μάτια ενός σύγχρονου πολίτη, εθισμένου στην αποδόμηση αξιών και ιδανικών, ένας νέος να αισθάνεται την ανάγκη απελευθέρωσης μερικών τετραγωνικών χιλιομέτρων γης. Θα μπορούσε να τον φανταστεί σε αυτή τη γη ως περαστικό, ως παραθεριστή, ως επενδυτή, ως έναν καλό πωλητή ή έστω ως τουρίστα που θα απαθανατίζει τα γραφικά εδάφη των γονιών του. Σε αυτή την περίπτωση, θα τον χαρακτήριζε και ως έναν φέρελπι νέο με μεγάλο όραμα ζωής, δυναμισμό, παλμό και σωφροσύνη. Αν μάλιστα, ξεπουλώντας το σπίτι των γονιών του σε ένα ξεχασμένο χωριό αγόραζε μερικές εκατοντάδες κυβικά οπλισμένου σκυροδέματος σε ένα καλό προάστιο, θα θεωρούνταν πραγματικά πετυχημένος. Αν επιπλέον κατάφερνε να μετατρέψει την καταγωγή του από τη Βόρειο Ήπειρο σε πολιτική καριέρα, τότε θα θεωρούνταν και σφόδρα “ευαισθητοποιημένος”. Θα τον χαρακτήριζε δηλαδή, αυτή η ευαισθησία που προκαλούν τα ειδικά βουλευτικά προνόμια και τα πολλά χιλιάδες ευρώ της τέχνης της εξαπάτησης και της μειοδοσίας. Ποτέ, όμως, ένας συνένοχος της κατάντιας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι τον Οκτώβριο του 2018, θα υπήρχε ένας άνδρας που θα υπερασπιζόταν, ακόμη και με το όπλο στο χέρι, την ένωση της σκλαβωμένης του γης με την μητέρα Ελλάδα. Και όντως, δικαίως ένας άνθρωπος που εθελοτυφλεί στον ίδιο του τον καθημερινό εξευτελισμό, που δέχεται τόσο εύκολα να τον υποτιμούν πολιτικοί, μετανάστες και ανθέλληνες, δεν θα μπορούσε να κατανοήσει κάποιον που αρνήθηκε κάθε λογής σκλαβιά και υποτίμησε ακόμη και τον ίδιο τον θάνατό του, αγκαλιάζοντάς τον.
Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας δεν υπήρξε απλά ένας πατριώτης. Ενσάρκωσε και εξέπεμψε την ουσία ενός εθνικισμού, που η ανάγκη μίας θέσης στον παράδεισο του κοινοβουλίου, είχε εξαφανίσει. Κάθε -ισμός στο τέλος μίας λέξης θέλει να μας καταδείξει ότι αυτό που υπάρχει σαν πρώτο συνθετικό στην λέξη είναι ο σκοπός μας. Είναι αυτό για το οποίο ζούμε και όχι αυτό που χρησιμοποιούμε για να ζήσουμε. Ένα παιδί το οποίο έφυγε στα 7 του χρόνια από την πατρώα του γη και μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, κράτησε μέσα του όλα τα βιώματα της γης που τον γέννησε. Όλες τις ιστορίες, όλο τον πόνο και όλη τη λαμπρότητα του τόπου του. Η σύγχρονη “Αθήνα”, με όλες τις ψυχικές και σωματικές της ασθένειες δεν κατάφερε να τον αρρωστήσει. Στην εποχή του εφήμερου, κράτησε μέσα του μία Παράδοση. Και στην εποχή αυτή του ατομισμού, θέλησε να αφοσιωθεί στο τι αυτός θα “παραδώσει”. Αγωνίστηκε για να κρατηθούν τα έθιμα και οι γιορτές στο χωριό του. Να μάθουν τα νεότερα παιδιά τους χορούς, τα τραγούδια, τον τόπο και την ιστορία τους. Να συνεχίσουν οι άνθρωποι να έχουν ρίζες, τον μοναδικό πλούτο που κανείς δεν θα μπορεί στη μετέπειτα ζωή τους να τους πάρει. Στην Ελλάδα ο “Αλβανός” και στην Αλβανία ο “Έλληνας “, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει. Σε αυτή του τη διαδρομή, ο αγώνας του τον έφερε στο σταυροδρόμι που κάποια στιγμή οδηγεί κάθε αληθινός αγώνας. Να επιλέξει ανάμεσα στην ταπείνωση ή την αντίσταση. Επέλεξε την αντίσταση. Επέστρεψε στο σπίτι του, οπλίστηκε και απομακρύνθηκε από ένα χωριό που τόσοι “Έλληνες” κοιτάζαν από το καφενείο τους Αλβανούς να τον κυνηγούν. Άραγε, διαφέρουν αυτοί από τους “Έλληνες” που χρόνια βλέπουν ξεπουλήματα, δολοφονίες, βιασμούς, αδικίες και αμέριμνοι πίνουν τον καφέ τους; Εκείνες τις ώρες, ο Κωνσταντίνος Κατσίφας αποδείκνυε πως ένας ζωντανός επιλέγει τον θάνατο, σε έναν κόσμο νεκρών. Κάθε υπέρβαση, κάθε θυσία πρέπει να την εξετάζουμε, μεταξύ άλλων, στην εποχή της. Σε μία άλλη εποχή, ενδεχομένως να ήταν ντροπή να μην αντισταθεί. Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας, όμως, επέλεξε να αντισταθεί και να πεθάνει, σε μια εποχή όπου κανόνας είναι η αποδοχή κάθε εξευτελισμού χάριν μίας πρόσκαιρης υλικής ευημερίας. Αυτό από μόνο του, τον καθιστά Ήρωα.
Όταν αντικρίζουμε έναν τέτοιον Ήρωα, ένα πράγμα οφείλουμε να πράξουμε. Να παρακάμψουμε τη λογική, και αντί να σκεφτούμε τι έπραξε, να το αισθανθούμε. Αυτό που θα αναβλύσει, είναι η ουσία της θυσίας ενός ακόμη Ήρωα, στο αιώνιο διάβα του Έθνους μας. Ανεξήγητη για την εποχή της, απόλυτα κατανοητή από τους αιώνες. Ως εθνικιστές, κάθε μας πράξη αντηχεί σε ένα μονοπάτι το οποίο υπερβαίνει τα λιγοστά μας χρόνια ζωής. Αδιαφορούμε για τις φωνές των “λογικών”, γιατί η οχλοβοή τους απλώς καλύπτει το θόρυβο των αλυσίδων τους. Αφουγκραζόμαστε τους λιγοστούς εκείνους ψιθύρους “τρελών” που διαπερνούν τον χρόνο, όπως η λευτεριά διακωμωδεί τον θάνατο. Κάθε χρόνο, για έναν ακόμη Ήρωα της αιωνίας Ελλάδος, θα βροντοφωνάξουμε “Παρών”. Ας αναρωτηθούμε αν αυτό αφορά εκείνον που δεν είναι ανάμεσά μας, ή όσους είναι…