1η Νοεμβρίου 2013

9 mm

Μερικά χρονιά μετά την απαρχή της νέας χιλιετίας και αφότου η Ελλάδα στην παραζάλη της καθ‘ όλα «πετυχημένης» μεταπολιτευτικής της πορείας έζησε και το όνειρο του 2004, μία περιορισμένης έκτασης οικονομική κρίση την απογυμνώνει στα μάτια μεγάλου μέρους Ελλήνων πολιτών. Σιγά σιγά, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ακόμη και την δική τους ενοχή στην καταστροφική κληρονομιά που επέλεξαν να αφήσουν στις επόμενες γενιές, υποστηρίζοντας ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο, εργαλειοποιώντας την ταπεινότερη ματαιοδοξία τους, τους εκμηδένισε, τους ταπείνωσε και τους εξευτέλισε χάριν κάποιων μεγεθών στα διεθνή χρηματιστήρια. Ένας καταχρεωμένος οικονομικός μηχανισμός — κράτος, μία χιλιοπροδομένη πατρίδα, ένας εκφυλισμένος και εξαρτώμενος από το τραπεζικό σύστημα κοινωνικός ιστός, μία ελίτ πολιτικών και επιχειρηματικών οικογενειών να πατά γερά πάνω σε πτώματα αφελών, διαμορφώνουν το τοπίο. Ενώ, τα λαϊκά στρώματα, μέσα από το αίμα των δικών τους ανθρώπων και την απαξίωση των γειτονιών τους, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος του τιμήματος της μετανάστευσης. 

Σε αυτή την ουσιαστική κρίση συνειδητοποίησης της πραγματικότητας δυναμώνει η απήχηση, αλλά και η εκλογική δύναμη ενός μικρού σε πολιτική ισχύ μέχρι τότε κόμματος, της Χρυσής Αυγής. Χιλιάδες νέοι, μεσήλικες, ηλικιωμένοι, άνθρωποι από όλο το φάσμα της κοινωνίας, αισθάνονται την ανάγκη υπάρξεως μίας πραγματικά αντιδραστικής βούλησης, η οποία δε θυμίζει τίποτα από τις διάφορες αποχρώσεις της κοινοβουλευτικής — πολιτικής βεντάλιας. Μίας δυναμικής πολιτικής, η οποία προκαλεί σοκ και δέος. Πέραν αυτών που ψήφισαν ένα τέτοιο κόμμα στην εποχή του, υπήρξαν και αυτοί οι οποίοι θελήσαν να συνεισφέρουν ευρύτερα σε έναν πολιτικό αγώνα, αδιαφορώντας για το μεγάλο τίμημα υποστήριξης μίας παράταξης βγαλμένης από τα οδοστρώματα του κέντρου των Αθηνών, του Αγίου Παντελεήμονα και πολλών άλλων αντίστοιχων πεδίων μαχών σε μία θνήσκουσα Ελλάδα. 

Ανάμεσα στα παιδιά που θέλησαν εκείνα τα χρόνια να αγωνιστούν για την πατρίδα τους ήταν ο Γιώργος και ο Μάνος. Αυτά τα παιδιά, θέλησαν, αντί να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό και να αφήσουν πίσω τους μία πατρίδα — όνειδος υπηρετώντας τα  προσωπικά τους όνειρα, να μείνουν εδώ. Θέλησαν, αντί να αφοσιωθούν σε μία καθημερινή ατομική συνετή βιοπάλη εντός αυτής της κρίσης, να αγωνιστούν πολιτικά. Θέλησαν, αντί να βολευτούν σε ένα καθιερωμένο κόμμα της εποχής και να ζήσουν εκδρομές, διασκεδάσεις, συναυλίες και μεροκάματα, να στραφούν προς τον εθνικισμό. Τέλος, θέλησαν να σπάσουν τα δεσμά, ενώ μία ολόκληρη γενιά Ελλήνων, από το 1974 και μετά, αρέσκεται στο να γυαλίζει και να απολαμβάνει όσα καλά αγαθά ανταλλάσσονται για την σκλαβιά της. 

Ο Γιώργος και ο Μάνος, λοιπόν, ήταν από εκείνα τα παιδιά που συγκρουόμενοι με οικογένειες, φίλους, ανθρώπους που τους αγαπούσαν, δασκάλους, καθηγητές, συγγενείς, βγήκαν στους δρόμους της αντίστασης για μία άλλη Ελλάδα. Στην εποχή τους, δεν επέλεξαν έναν από τους μυριάδες εύκολους πολιτικούς δρόμους, αλλά τον μόνο δύσβατο. Η μοίρα τους επιφύλασσε να γίνουν μάρτυρες ενός ολόκληρου Αγώνα, αλλά ταυτόχρονα και της περαιτέρω αποκάλυψης της υποκρισίας μίας ολόκληρης κοινωνίας. Ήταν 19:05 το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου του 2013. Ήταν η ώρα την οποία 12 κάλυκες των 9mm επέδειξαν τη διαχρονική σχέση του κοινού ποινικού εγκλήματος με την αριστερά, υπό την επίβλεψη του κρατικού μηχανισμού. Τα δύο παιδιά, με μόνο γνώμονα την συμμετοχή τους σε έναν πολιτικό σχηματισμό, εκτελούνται… άλλο ένα τραυματίζεται βαριά και ένα ακόμη γίνεται μάρτυρας αυτής της βίαιης επιβολής ιδεολογικού σωφρονισμού από τη διαχρονικά αποτελεσματική συμμαχία κοινοβουλευτισμού και εγκλήματος. Ακολουθεί η τοποθέτηση μίας προκήρυξης στην είσοδο του σκοπευτηρίου της Καισαριανής, ως ένδειξη μίας δήθεν συγκινησιακής σημειολογίας. Αν αναρωτηθεί κανείς με ποιον τρόπο μπορεί να δικαιολογήσει την στράτευση εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου για την εκτέλεση αθώων παιδιών μπορεί να ανατρέξει να τη διαβάσει. Το ίδιο μπορεί επίσης να κάνει κάποιος και στην κοινή αρθρογραφία «συστημικών» εφημερίδων προκειμένου να διακρίνει ποιοι έδωσαν εντολές μέσα από φυλακές, ποιοι γνώριζαν, ποιοι εκτελεστές εν τέλει εκτελέστηκαν από άλλους μαφιόζους, ποιοι είναι όλοι αυτοί που ένας ολόκληρος δημοσιογραφικός κόσμος αποκαλεί «αντιεξουσιαστές», ενώ θα έπρεπε να τους αποκαλεί κοινούς εγκληματίες και συμμορίτες.

Φέτος, και κάθε χρόνο, η 1η Νοεμβρίου,  θα είναι ακόμη μία επέτειος μίας πολιτικής εκτέλεσης την οποία πολλοί επιθυμούν να αγνοούν. Αρκετοί την έχουν ξεχάσει, ενώ άλλοι απεγνωσμένα την πολεμούν, βεβηλώνοντας ακόμη και το μνημείο των νεκρών. Υπάρχει παρ’ όλα αυτά και μία άλλη γενιά.  Αυτή που συνεχίζει να αντιδρά, αυτή που την κινεί η ίδια ανάγκη για προσφορά στην Πατρίδα και τη Ράτσα όπως αυτή που κάποτε κίνησε τον Γιώργο και τον Μάνο. Η γενιά που, από κάθε μετερίζι όπου βρίσκεται, κρατά τη φλόγα αναμμένη. Η γενιά που δε θα σταματήσει να πολεμά ένα κράτος το οποίο συγκάλυψε τις εκτελέσεις και μία αριστερά που τις μεθόδευσε. Ανάμεσα σε αυτή και εμείς, περήφανα Αυτόνομοι, αμετανόητα Εθνικιστές.

Σε όλη αυτή την παρακμή των καιρών μας λοιπόν, κάθε φορά που περνάμε μπροστά από το μνημείο της Λεωφόρου Ηρακλείου, σκεφτόμαστε πως εμείς είμαστε ζωντανοί. Και ως ζωντανοί, δεν μας μένει τίποτα άλλο πλην του να αρπάξουμε τη σκυτάλη που αφήσαν αυτοί που πέσαν. Και με αυτή στα χέρια, οφείλουμε να κραυγάσουμε πως ακόμη και αν μία ολόκληρη κοινωνία δεν αναγνωρίζει αυτά τα νεκρά παιδιά ως «παιδιά» της, εμείς τα αναγνωρίζουμε ως αδέρφια.

Σχετικά άρθρα

Πενήντα χρόνια από τη βίαιη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη βίαιη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της σύγχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού. Η αιματηρή εισβολή των βαρβάρων ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου του 1974 στη Βόρεια Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας Ι» και πυροδότησε όργιο παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων και μεθοδεύσεων. Καθοριστικός στην εξέλιξη της τραγωδίας υπήρξε ο […]

“Αντιφασιστική” Σύγχρονη Ράπ & Τράπ στην Ελλάδα. Όταν την χωματερή την μετατρέπουμε σε αξιοθέατο.

Τα τελευταία χρόνια , σε συνέχεια της μεγάλης «πολιτιστικής» ανάβασης των δεκαετιών της μεταπολίτευσης , ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ακόμη εισαγόμενο και πολύ καλά προωθούμενο προϊόν, αυτό της τραπ «μουσικής». Εν αντιθέσει με τα προγενέστερα είδη όπως η hip hop και της ελληνικής παραλλαγής της low bap , εκείνο της τραπ έχει κατορθώσει σε μικρό […]