“Αντιφασιστική” Σύγχρονη Ράπ & Τράπ στην Ελλάδα. Όταν την χωματερή την μετατρέπουμε σε αξιοθέατο.

Τα τελευταία χρόνια , σε συνέχεια της μεγάλης «πολιτιστικής» ανάβασης των δεκαετιών της μεταπολίτευσης , ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ακόμη εισαγόμενο και πολύ καλά προωθούμενο προϊόν, αυτό της τραπ «μουσικής». Εν αντιθέσει με τα προγενέστερα είδη όπως η hip hop και της ελληνικής παραλλαγής της low bap , εκείνο της τραπ έχει κατορθώσει σε μικρό χρονικό διάστημα να ακούγεται σε παιδικές εορτές, σε σχολικές εκδηλώσεις, να το χορεύουν σε γάμους και βαφτίσεις και να προσεγγίζει όχι μόνο την εν γένει ευάλωτη σε προπαγάνδα μικρή ηλικία, αλλά να γίνεται ευρέως αποδεκτό από τις κατ’ άλλα συνειδητοποιημένες μεγαλύτερες. Για την κοινωνικά ευαισθητοποιημένη και προβληματισμένη low bap χρειάστηκε αρκετός χρόνος ν’ αποκαλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες των πρωταγωνιστών της και πως η εναντίωση στην εμπορευματοποίηση κατ’ ουσίαν αποσκοπούσε στην κατάκτηση της ηγεμονίας στην κορυφή των εμπόρων και πως από την τοπική freestyle φθάνεις στην καπιταλιστική warner για να αναδείξει τις υποτιθέμενες αντικαπιταλιστικές σου προθέσεις. Σε αντίθεση, στην τραπ, αυτός ο χρόνος και αυτή διαδρομή έχουν εξαλειφθεί, οι προθέσεις είναι εξ ‘ αρχής ξεκάθαρες, οπότε και έχουμε εισέλθει απευθείας στην επιθυμητή διαδρομή του εύκολου πλουτισμού, της φήμης και μίας υποτιθέμενης αντίδρασης η οποία θα μας καταστήσει προσωπικότητες πονεμένες και αγωνιστικές στα μάτια θαυμαστών και ακροατών.

Αναζητώντας τις ρίζες, τις καταβολές και την πορεία αυτού του προϊόντος βρίσκουμε συνοικίες εγχρώμων στη νότια Αμερική, χώρους παραγωγής ναρκωτικών, βία, εγκληματικότητα, ανάγκη εύκολου πλουτισμού, επίδειξη του πλουτισμού αυτού, ανάδειξη των εγκληματικών τρόπων με τον οποίο προήλθε, πορνεία κ.ο.κ. Εκφρασμένα όλα αυτά με μία μουσική συγκεκριμένων επαναληπτικών ηχητικών μοτίβων με μικρές παραλλαγές μεταξύ τους καθώς και μία ευρύτερη «αισθητική» αντίληψη η οποία επεκτείνεται στο ντύσιμο, στην ομιλία, στην θεματολογία των δερματοστιξιών και σε κάθε σκέλος της εικόνας ενός ανθρώπου. Παρατηρώντας όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, διαφαίνεται ο μεγάλος προβληματισμός, όχι του πως υπήρξε, μιας και είναι λογικό να εκφράζει η τραπ τον ψυχισμό των δημιουργών της εκεί που γεννήθηκε, αλλά του πως αυτό το προϊόν έχει γίνει αποδεκτό στην ελληνική κοινωνία, προβάλλεται από τα κανάλια, κατακλύζει τη νεολαία και πλουτίζουν οι διανομείς του.

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στη μεγάλη πολιτισμική κρίση που υποβόσκει στις δυτικές κοινωνίες. Ο μετέωρος και κατακερματισμένος πλέον σύγχρονος άνθρωπος, αγνοώντας πλήρως τις εκάστοτε παραδόσεις που τον έχουν διαμορφώσει , ευρισκόμενος σε έναν ανηλεή αγώνα κατανάλωσης προτύπων ζωής που προβάλλονται στα ποικίλα κοινωνικά δίκτυα, μετατοπισμένος από την πραγματική ζωή στην εξάρτηση των αισθήσεων και αισθημάτων του απ’ όσα βλέπει σε κάθε μεγέθους οθόνες έχει χάσει κάθε πρωτύτερο υγιές αντανακλαστικό σε όσα λαμβάνουν χώρα γύρω του. Αυτό το φαινόμενο καθιστά πολύ εύκολη την εξάπλωση κάθε λογής ρευμάτων, τα οποία αποτελούν έκφραση και έκφανση συγκεκριμένων πληθυσμιακών ανά τον πλανήτη ομάδων, αλλά κυρίως αποτελούν ένα αποτελεσματικό μέσο ουσιαστικής παρακμής και αλλοτριώσεως μέχρις πρότινος υγιών συνόλων. Διότι, κάθε εναπομείναν υγιές σύνολο αποτελεί εμπόδιο στην πλήρη εμπορευματοποίηση της ζωής κάθε μονάδας. Αυτή η έλλειψη αντανακλαστικών , η οποία σταδιακώς έχει επιτευχθεί, έχει καταστήσει αδύνατη ακόμη και την οφθαλμοφανή υποκρισία μα και γελοιότητα η οποία χαρακτηρίζει και την τραπ μουσική.

Άνθρωποι οι οποίοι ουδέποτε αγωνίστηκαν στο βίο τους παρουσιάζονται ως μάρτυρες όλων των δεινών της κοινωνίας. Άνθρωποι οι οποίοι ανάγουν την κοινή αλητεία και την κοινή παραβατικότητα ως αντιδραστική επιλογή γίνονται αρεστοί σε κανάλια και μέσα προβολής. Μία κοινωνία δηλαδή η οποία κατ’ άλλα αγωνιά για το μέλλον της, έχει αγκαλιάσει, προβάλλει και προωθεί ένα μουσικό είδος το οποίο αναφέρεται σε κάθε λογής εγκληματική δράση χάριν «μαγκιάς», «επίδειξης πλούτου» και λοιπών αντίστοιχων συνηθειών. Ένας πραγματικός τραγέλαφος, από τον οποίο δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει και ο «αντιφασισμός». Διότι, αν κάτι λείπει από το συνοικιακό αλητάκι το οποίο ζει το όνειρο ενός ακριβού οχήματος αφού διακίνησε κόκα στην περιοχή του, είναι αυτό των αντιφασιστικών ανησυχιών. Αν μη τι άλλο, αν τυχόν, δεν ήταν αντιφασίστες όλη αυτή η κουστωδία της οποίας ο μεγαλύτερος σύγχρονος «μάρτυρας» αγόρασε το νέο ακίνητό του στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, θα έπρεπε να ευχόμασταν να γίνουν. Διότι, τους χαρακτηρίζει, όλη η υποκρισία, όλη η χυδαιότητα και όλη η παρακμή που χαρακτηρίζει τους νικητές του 1945. Οφείλουμε επίσης να παρατηρήσουμε , σε μία κοινωνία υψηλών ευαισθησιών, ότι ενώ στο σύνολό της η τραπ έχει υποβαθμισμένη της θέση της γυναίκας , ουδεμία ομάδα ανάλογων ευαισθησιών ή αντίστοιχων χώρων ιδεολογικών ζυμώσεων δεν έχει συγκρουστεί με αυτό το ρεύμα. Ενδεχομένως, οι κοινές πηγές χρηματοδοτήσεως των σκοπών τους, το κοινό δηλαδή έγκλημα, να τους κρατά σε μία επιχειρηματική συμμαχία και σε ένα κοινό «αντιφασιστικό» μέτωπο.

Σημειολογία του φαινομένου αυτού είναι πιθανόν να συναντήσουμε πλέον παντού. Ακόμη και στις παρυφές μίας αόριστης πατριωτικής αντίληψης. Μεγαλωμένη μία ολόκληρη γενιά με πλείστα τέτοια ερεθίσματα δεν είναι δυνατόν να μην έχει επηρεαστεί και να μην εκδηλώνει σημάδια τέτοιων και αντίστοιχων προϊόντων. Όπως άλλωστε στοιχεία οθωμανικών καταλοίπων στην διασκέδαση και στη ψυχαγωγία συναντούμε κατά κόρον στον «πατριωτισμό» του 21ου αιώνα. Συγκεκριμένα όμως, όσον αφορά την επίδραση της τραπ, είναι πιθανό να διακρίνουμε αυτή την αρέσκεια στην συνήθη παραβατικότητα , στην «αλητεία», στην ανάγκη επίδειξης εγκληματικής δράσης και πλουτισμού μέσω αυτής, με το μανδύα μίας εθνικιστικής αντιδραστικότητας. Κάτι το οποίο αν το δούμε διαχρονικά βάσει του παρελθόντος του εθνικισμού και τι πρέπει να υπάρξει στο μέλλον, αν όχι τραγικό, μπορεί να χαρακτηριστεί επιεικώς ως κωμικό. Όπως και σε πολλά άλλα σκέλη των μεταπολεμικών ζυμώσεων στις δυτικές κοινωνίες, μία βαθιά εσωτερική και ψυχική αλλοτρίωση στους φορείς μιας ιδέας, είναι η επιτυχέστερη νίκη των εχθρών της, ακόμη και αν μένει ακόμη φαινομενικά ζωντανό το σώμα της.

Οι καιροί πάντοτε αλλάζουν, οι τρόποι και τα μέσα έκφρασης προσαρμόζονται επίσης στα εκάστοτε δεδομένα, αλλά υπάρχουν πυλώνες στην ύπαρξη ενός ατόμου ή ενός συνόλου οι οποίοι αν διαβρωθούν οδηγούν μαθηματικά στην κατάρρευση. Τα προβαλλόμενα πρότυπα από την hip hop, από την low bap και σήμερα της τραπ δεν είναι τίποτα άλλο από παγκόσμια προϊόντα τα οποία αναζητούν καταναλωτές. Ως προϊόντα σίγουρα εκφράζουν αυθεντικά μεγάλο κομμάτι πληθυσμών των οποίων ακόμη και αυτή έκφραση αποτελεί πολιτισμικό άλμα σε σχέση με το παρελθόν τους, όπως επίσης αποτελούν καταβαράθρωση πολλών άλλων οι οποίοι οδεύουν προς το τέλος του δικού τους πολιτισμικού κύκλου. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις, του υγιούς υπαρξιακού ενστίκτου κάποιων και της αυτοχειρίας άλλων, το μόνο που παρεμβάλλεται πλέον είναι ο καπιταλισμός. Ο οποίος τις γεφυρώνει μιας και εξυπηρετούν με μεγάλη επιτυχία την επιθυμητή κερδοφορία του. Καλώς ή κακώς, η δική μας πορεία όπως έχει πολλές δεκαετίες πριν χαραχθεί εν συνόλω για τον λευκό άνθρωπο, βρίσκεται μακράν όλων αυτών των πεδίων της μεγάλης πολιτισμικής, πολιτιστικής και κοινωνικής χωματερής.

Σχετικά άρθρα

Πενήντα χρόνια από τη βίαιη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη βίαιη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της σύγχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού. Η αιματηρή εισβολή των βαρβάρων ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου του 1974 στη Βόρεια Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας Ι» και πυροδότησε όργιο παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων και μεθοδεύσεων. Καθοριστικός στην εξέλιξη της τραγωδίας υπήρξε ο […]

Η αειφορία της τέφρας

Για ένα ακόμη καλοκαίρι γίναμε μάρτυρες της συνεχιζόμενης καταστροφής των δασών της πατρίδας μας. Ιδιαίτερα στην Αττική, όπου θα επικεντρωθούμε στο συγκεκριμένο άρθρο μας, από το 2017 έως το 2024, φτάσαμε στο ρεκόρ της καταστροφής του 37% των δασών της, δηλαδή περίπου 700.000 στρεμμάτων. Σκοπός μας δεν είναι μέσω της αρθρογραφίας μας να κατακρίνουμε αόριστα […]