Για ένα ακόμη καλοκαίρι γίναμε μάρτυρες της συνεχιζόμενης καταστροφής των δασών της πατρίδας μας. Ιδιαίτερα στην Αττική, όπου θα επικεντρωθούμε στο συγκεκριμένο άρθρο μας, από το 2017 έως το 2024, φτάσαμε στο ρεκόρ της καταστροφής του 37% των δασών της, δηλαδή περίπου 700.000 στρεμμάτων. Σκοπός μας δεν είναι μέσω της αρθρογραφίας μας να κατακρίνουμε αόριστα για λόγους εντυπωσιασμού έναν, ομολογουμένως, ανάλγητο και αδύναμο κρατικό μηχανισμό στη διαχείριση των συγκεκριμένων προκλήσεων. Ούτε σκοπεύουμε να απαλλάξουμε από τις ευθύνες όλους αυτούς που και τον συντηρούν και εν γένει είναι συνένοχοι στην καταστροφική μανία του περιβάλλοντος.
Το όλο ζήτημα της αειφόρου ανάπτυξης δεν μπορεί να εξεταστεί σε χρονικό ορίζοντα μερικών μηνών, ούτε σε επίπεδο ενός δήμου ή μίας περιοχής. Η εξέταση του θέματος απαιτεί χρονικό ορίζοντα που να ξεπερνά τις πέντε τελευταίες δεκαετίες και χωρικό προσδιορισμό που να καλύπτει ολόκληρη την πατρίδα μας. Αναλογιζόμενοι, λοιπόν, το νεοελληνικό όνειρο του «αυθαιρέτου», την παράνομη οικοδόμηση εντός δασικών περιοχών, την εσκεμμένη πρόκληση πυρκαγιών για την μετέπειτα οικοπεδοποίηση, την απομάκρυνση από το αστικό κέντρο το οποίο παραδόθηκε στα συνεχιζόμενα ρεύματα μεταναστών καθώς και πολλές ακόμη τάσεις της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, διακρίνουμε ότι κάθε άλλο παρά «αθώος» είναι ένας λαός, ο οποίος έχοντας απωλέσει την αίσθηση της κοινότητας, της πατρίδας, της φύσης και της ευθύνης για το μέλλον των επόμενων γενεών, πράττει με αποκλειστικό γνώμονα το ατομικό του συμφέρον. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο πράττει και ένας δημοτικός σύμβουλος, ένας δήμαρχος, ένας βουλευτής, ένας υπουργός αλλά και ένας επιχειρηματίας. Ιδιαίτερα οι τελευταίοι, έχοντας αποκτήσει ισχύ μεγαλύτερη από τους κρατικούς μηχανισμούς, έχουν εδώ και χρόνια διαβλέψει την μεγάλη κερδοφορία από τον συνεχιζόμενο περιβαλλοντικό βανδαλισμό.
Αξίζει, λοιπόν, ως εθνικιστές, ως εκείνη δηλαδή η μειοψηφία που συνδέει την ύπαρξή της με το περιβάλλον και τη φύση της πατρίδας, να αναλογιστούμε ποια μέριμνα προηγείται μίας αντιπυρικής περιόδου, τι συμβαίνει κατά την διάρκειά της και πώς αντιμετωπίζεται μία σκόπιμη ή μη φυσική καταστροφή όσο λαμβάνει χώρα, αλλά και μετά. Πριν από την αντιπυρική περίοδο, παρατηρήσαμε φέτος στοίβες από κάθε λογής εύφλεκτο υλικό να συσσωρεύονται έξω από ιδιωτικά οικόπεδα, δίχως να έχει προβλεφθεί πώς, από ποιον και προς τα πού θα μεταφερθούν. Εν συνεχεία, είδαμε συνεργεία των δήμων εν μέσω πυρκαγιών και εν μέσω αντιπυρικής περιόδου να καθαρίζουν δημόσιες εκτάσεις. Επιπρόσθετα, δεν είδαμε κανένα σχέδιο καθαρισμού περιοχών όχι μόνο από χόρτα, αλλά και από απορρίμματα που κατακλύζουν πεζοπορικά μονοπάτια, δρόμους εντός δασικών περιοχών κ.ο.κ.
Βιώσαμε, βέβαια, το φαινόμενο όπου οι διάφορες «ευπαθείς ομάδες», όλα αυτά που μέχρι πρότινος εναπόθεταν στους πρόποδες της Πάρνηθας και άλλων βουνών, πλέον να τα εναποθέτουν εντός αστικού ιστού όπως για παράδειγμα απέναντι από το πάρκο Σταύρος Νιάρχος, σε ολόκληρο τον Βοτανικό και αλλού. Ταυτόχρονα, σε περιοχές με υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς δεν έχει υπάρξει κανένα επιχειρησιακό σχέδιο, με τη συνδρομή κατοίκων και πληθώρας εθελοντών που ευτυχώς υπάρχουν, για την αντιμετώπιση ενός κινδύνου.
Η όλη διαχείριση μίας κρίσης βαραίνει ένα ελλιπές από υποδομές και εξοπλισμό πυροσβεστικό σώμα, του οποίου βέβαια η αυταπάρνηση των μάχιμων στελεχών του, επισκιάζεται από την εκάστοτε κομματικά διορισμένη ηγεσία. Τέλος, κατόπιν μίας καταστροφής, η μόνη δύναμη που φαίνεται ικανή για αποκατάστασή της είναι η ίδια η φύση. Με το θλιβερό προνόμιο, να παρατηρούμε πόσο ηδονικά το εκλογικό σώμα αρέσκεται να το χλευάζουν οι πολιτικές του επιλογές, διαβάζουμε πως από τα 700 εκατομμύρια ευρώ που είχε εξαγγείλει ο κ. Χατζηδάκης το 2020 για αναδασώσεις, τελικά στις 18 Οκτωβρίου του 2023 εγκρίθηκαν μόλις 55.7 εκατομμύρια.
Παράλληλα, οι μόνες αναδασώσεις που εμπράκτως υλοποιούνται, και ενδεχομένως να εξυπηρετούν επιχειρηματικά συμφέροντα, είναι αυτές που πραγματοποιούνται από ιδιώτες και μόνο όταν δεν αποτελούν δωρεές προς το δημόσιο. Αν κάποιος ο οποίος δεν έχει καμία εικόνα για το αντικείμενο, αναζητήσει στο διαδίκτυο πόσες αναδασώσεις και αναπλάσεις περιοχών έχουν υλοποιηθεί και τι μελέτες προηγήθηκαν για να υλοποιηθούν, το μόνο που θα βρει είναι εξαγγελίες που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ, εκατομμύρια δενδρύλλια σε φυτώρια που έμειναν εκεί και έναν συγκλονιστικό κυνισμό μίας επιχειρηματικότητας η οποία σιωπηλά ξεπουλά τη βιώσιμη ανάπτυξή μας στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (όπως φαίνεται από την εξαγορά της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ από τη Masdar) και καθημερινά αυξάνει την κερδοφορία της από τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής μας ασυνειδησίας.
Φτάσαμε στον Ιανουάριο του 2024, για να θυμηθεί η Διοίκηση Αντιμετώπισης Φυσικών Καταστροφών ότι, ενδεχομένως, ο στρατός μπορεί να συνδράμει σε μία φυσική καταστροφή. Αντί οι εκάστοτε στρατιώτες να αξιοποιούνται κατά τη διάρκεια της θητείας τους σε συνεργασία με το μόνιμο στράτευμα σε δράσεις πρόληψης, καθαρισμών, εκπαιδεύσεων κ.ο.κ, προτιμούμε έναν αδρανή και χρυσοπληρωμένο στρατό κλεισμένο στα στρατόπεδά του, με μοναδικό ρόλο να αμυνθεί όταν χρειαστεί σε περίπτωση κρίσης, έως ότου οι σύμμαχοί μας καθορίσουν την διάρκεια, το μέγεθος και το αποτέλεσμα αυτής.
Φέτος, στην Αττική, ζήσαμε ένα ακόμη επεισόδιο στη διαχρονική πορεία της «αειφορίας της τέφρας». Μιας υποτιθέμενης δηλαδή βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία το μόνο που θα κληροδοτήσει στην επόμενη γενιά είναι, στην κυριολεξία, καμένη γη. Μέσα από αυτή τη τέφρα όμως, αναδύεται και ένας νέος κοινοτισμός με ολοένα αυξανόμενα πεδία δράσης. Είναι η κοινότητα μιας γενιάς που δεν διστάζει να καταλογίσει ευθύνες, ακόμη και σε όλους αυτούς που ενίοτε θρηνούν, που τολμά να αμφισβητεί τον παραλογισμό της σύγχρονης κοινωνίας και που βιώνει κάθε λογής διώξεις για την ουσιαστική εναντίωσή της στους καιροσκόπους ατομιστές που καταστρέφουν την Ελλάδα. Είναι η γενιά η οποία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή κάθε μάχης για αυτόν τον τόπο.